- centranth
- \\ˈsen.ˌtran(t)th\ noun
(-s)
Etymology: New Latin Centranthus (genus name), from centr- + -anthus
Useful english dictionary. 2012.
Useful english dictionary. 2012.
centranth — cen·tranth … English syllables
κέντρανθος — (Centranthus). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βαλεριανιδών. Περιλαμβάνει περίπου 14 είδη, τα περισσότερα ζιζάνια και ορισμένα καλλωπιστικά. Το πιο συνηθισμένο στην ελληνική χλωρίδα είναι ο κ. ο ερυθρός, γνωστός και με … Dictionary of Greek